- σπονδήσιμος
- σπονδήσιμος, zum Trankopfer gehörig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σπονδήσιμος — ον, Α αυτός που αρμόζει σε σπονδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή, κατά τα επί θ. σε (ησ)ιμος (πρβλ. θανατ ήσιμος)] … Dictionary of Greek
σπονδήσιμα — σπονδήσιμος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)